top of page

-Ανένταχτα-

Στην Ελεάνα
Στη Μαρίνα

ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ

Το πιο λίγο
είναι το πιο πολύ.
Το τίποτα
γίνεται είναι.
Η σιωπή φλυαρεί.
 
Στη μοναξιά συνωστίζονται
ματιές
μιλιές
μνήμες.
 
Η ρουτίνα της μέρας εγκυμονεί
πάθη,

περίστροφα

και περιάνθια
που ξεγεννάει
η πένα μου.
 
Μια ξεχασμένη τηλεόραση
μου θυμίζει
πως έχουμε πολλά να πούμε
που δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε.
 
Κι εγώ μένω να ξεγελιέμαι
με μια τρίλια
με μια πασχαλίτσα
μ’ ένα κλωνί δυόσμο.

​​

 

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

 

Σάββατο μεσημέρι

δραπέτευσα

από εγκαταλειμμένο ψυχιατρικό κελί.

 

Ξεσωληνώθηκα από την ταβανοθεραπεία μου

Φόρεσα την κινεζιά και το μπότοξ μου

Έκλεισα γρήγορα την πόρτα

να μη με κυνηγήσουν

φάρμακα, αποτσίγαρα και αποφάγια.

 

Ο ήλιος κάνει έρωτα στην Πατησίων

Οι αφροδισιακοί χυμοί της κυλούν

από τους κάδους στα ρείθρα

Οι προσόψεις τραγουδάνε συνθήματα

και ξένοικοι οίκοι κομψότητας

αφισοκολλημένες διαμαρτυρίες.

 

Τα φυντανάκια της προσφυγιάς

όταν δεν εκπορνεύονται

προσφέρουν λευκασμένο πολτό υγείας

και μανιτάρια με διοξείδιο του θείου

στους ξελιγωμένους καταναλωτές σε τιμή ευκαιρίας.

 

Στην καύτρα του τελευταίου τσιγάρου μου

γίνεται στάχτη το γιουροπήαν ντριμ

και ξεγελώ τον φρυγμένο ουρανίσκο μου

με αμερικάνικο σοφτ ντρινκ.

 

 

ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ

 

Δεν είν’ άλλο

το πρωτόγαλα της μάνας μας

μόνο μια στάλα μέλι

στο στόμα της καρδιάς.

Το καλό μέλι

ζαχαρώνει

και πετρώνει

έλεγε η δική μου η μάνα.

Ένα μπρίκι κι ένα σπίρτο θέλεις

να γλυκαίνεις επί δικαίους και αδίκους

να γλυκαίνεις τα χρόνια σου.

 

 

 

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

 

Με σάλιο

όπως ο μεταξοσκώληκας

έπλεξα κουκούλι.

Εκεί γίνεται η μεταμόρφωση.

Η στέρηση στέμμα

Ο άγουρος βασιλόπουλο

Τα δίχτυα πέπλα

Το φτεράκι της μέλισσας

Το άνοιγμα του αετού

Η λάνια της γάτας

το τίναγμα του ιαγούαρου.

Το σκουλήκι γίνεται νύμφη.

Μπαινοβγαίνω στο κουκούλι μου

και στριφογυρίζω ηδονικά

όπως το έμβρυο στη μήτρα.

 

 

 

 

ΑΚΡΟΠΟΛΗ-ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

 

Την Κυριακή

θα κάνω μια βόλτα στην Ακρόπολη.

Εκεί που το πριν και το τώρα σφιχταγκαλιάζονται

για λίγη ώρα όσο να πεις

και κλαίνε τα τρύπια ιδανικά τους.

Ποιο να πρωτομιλήσει και τι να πει;

Ποιο φταίει και ποιο ζητάει συχώρεση;

Στα ουρανοθέμελα το χτες

Στην προδιαγεγραμμένη του άβυσσο το σήμερα.

Κοιτάζονται

ξέρουν

πονούν.

Γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα

κι αιμομείκτησαν

Κι ο καρπός τους κρίνο.

Στον αιώνα.

 

 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

 

στο Μάνο

 

Εσύ...

που έστιψες το θαλασσινό τριφύλλι

που προσκύνησες το μαρτύριο

γιατί σου κέρδιζε χρόνο να την αγγίζεις

που έντυσες το θάνατο γάμο

που κλαις μ’ ένα βώλο ζάχαρη στο στόμα

που σφάλισες με σαράντα πέντε ράβδους χρυσού

το σεντούκι της καρδιάς σου

που δεν παύεις ν’ ακουμπάς το δάχτυλο

σ’ ανυπόταχτες εφηβείες

που τραγουδάς τις επιταγές

και καλωσορίζεις επιθυμίες

Εσύ...

Σημάδι κάποιας νίκης μας η ύπαρξή Σου.

 

 

MIRRORING

 

(αφιερωμένο)

 

Όργωσες

Ίδρωσες

Έσπειρες

Έδρεψες

Ταξίδεψες

Αγάπησες

Αγαπήθηκες

Δόθηκες

Χτυπήθηκες

Ξεμάτωσες

Σωριάστηκες

Σηκώθηκες

Και πάλι τα πίσω μπρος...

Δεν ήταν άρωμα ζωής μάτια μου

Ήταν μεθύσι και χορός και πυρκαγιά ώς τη στάχτη

που κράτησε το τραγούδι στα δόντια.

Σα που ταιριάζει Σε που αξιώθηκες μια τέτοια ζήση,

που θα ’λεγε κι ο Ποιητής.

Σαν που ταιριάζει σε Άντρα.

 

 

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Απόψε

Κράτησε λίγα πέταλα

του Επιταφίου.

Βάλε τα κάτω από το μαξιλάρι

σάμπως Παρθένος

μετά την τελετή του Νυμφώνος.

Να μυρίσει το Όνειρο.

Αυτό που μας διάλεξε.

Και μην πιστέψεις

όσους λένε πως το έχουμε στο χέρι.

Μας νανούρισε ο Ηνίοχος.

Ξέρει καλά μετά αυτός να το καρφώνει.

Μύριζέ το όλη τη νύχτα.

Κανείς δεν την περίμενε την Ανάσταση.

 

 

 

 

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΝΤΟΣ

 

Εικόνες

Ήχοι

Συναισθήματα

Μορφές

Αλλοπρόσαλλες ιστορίες

κατά τη φάση του Ύπνου Rem

πέρα από το συνειδητό του βιώσαντος.

Το έψαξα

Το διάβασα

Το έμαθα

Σ’ εμάς αρέσει

στο μέσα όνειρο

να δίνουμε τα χρώματα της Ίριδας

τα πιο γλυκερά

όπως

γαλάζιο

τριανταφυλλί

μενεξελί.

Το δικό μου είναι καφέ

με χτυπημένο αφρόγαλα.

Ν’ αφήνει

άσπρες φυσαλίδες στη γραμμή των χειλιών

να φτύνω τα ξόρκια

να πλαταγιάζει στη γλώσσα την αγάπη

να ξαναβαφτιστώ στην κούπα

να ξαναπάρω το Όνομά μου.

 

 

Ο ΦΟΝΙΑΣ

 

Ναι, Federico

από έρωτα

πεθαίνουν τα κλαριά.

Από έρωτα, Μιχάλη

βάδισες τη Στέλλα

ολόισια στου Μίλτου το μαχαίρι.

Να τη σκοτώνει ήθελες ο Έρωτας.

Αν τον άφηνε να ζήσει

θα της ξεσπλάχνιαζε τη ζήση.

 

Με είδα χτες

στου κορμιού σου την πλώρη... μια στάλα

να κρατάω στα χέρια τα σπλάχνα μου

τ’ ουρανού ν’ ανεβαίνω τη σκάλα.

 

 

ΑΝ

 

...θα σέρναμε

σ’ ένα λαγούμι

τα κουφάρια μας

με τους δροσουλίτες

του ψυγείου ακόμα

σε φανερές κι απόκρυφες

ερωτικές ζώνες.

Να απεκδυθούμε

τα κουστούμια του τάφου.

Να ξανακυκλοφορήσει το αίμα

ώς τις ρώγες των δακτύλων

να κάψουν τα όχι

να πυργώσουν τα θέλω

ξανά...

και ξανά.

Να κοινωνήσουν τα κύτταρα

που διάλεξαν

τη Θεία Κοινωνία

για πρώτη φορά

μια κολασμένα ζωώδη αποτέφρωση.

Τότε

ίσως

και να μην ξανακατέβαινα ποτέ

στο μνήμα της υστεροφημίας.

 

ΑΜΑΡΤΗΜΑ

 

Ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα...

Και σήμερα

έπεσα στα πόδια των Ποιητών

κι άφησα τα δικά σου αφίλητα.

Σαν το κορίτσι

που περί άλλα ετύρβαζε

με το Χριστό της

να απολαμβάνει

το μύρο και τα μαλλιά

της Άλλης.

 

 

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΚΟΧΥΛΙΑ

 

Σου άρεσε

να σπουδάζεις τα κοχύλια.

Κι εκείνα τα μικρά

που ξέβραζε η θάλασσα

απ’ την αβάσταχτή τους ελαφρότητα

και τα ’καναν φωλιές

νιογέννητα καβούρια.

Βούιζαν έλεγες κι αυτά στο αυτί

βουή αβυσσαλέα μπορεί

μπορεί σπαραχτική

τραγουδιστή

ή κι οργισμένη.

Το θαλασσόνερο σούρωνε

στα χώρια των δαχτύλων.

Κι εστάθη ένα στον παράμεσο

που λεν πως είναι της καρδιάς.

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

 

Το σπίτι μου

ξεστελιασμένο σκηνικό

σε άλλοτε

γειτονιά αρχόντισσα

σε πόλη βασιλίδα

γυναίκα του καιρού της γόησσα

φλογάτη κορασίδα.

Στους τοίχους οι ανάσες του

στο πάτωμα το εγώ του

στην οροφή τα θέλω του

στον κήπο το φευγιό του.

Κι απ’ τα σπασμένα του παράθυρα

κρεμάει το νυφικό του.

 

 

ΕΦΗΒΕΙΑ

 

Η εφηβεία

μας ξέχασε

στην ώρα της.

Μας χτύπησε μεσάνυχτα

την πόρτα

πέταξε στα σκαλιά

τα δώρα της

κέρασε το Νερό

στα χόρτα.

 

Μέλισσες τώρα

σε ψιθυριστό καρτοτηλέφωνο

πίσω από δεντροκορμού τις φλέβες

σε αμήχανου καφέ το καταστάλαγμα

στου αγριμόχορτου τη βρύση

με την ψυχή

τρεμουλιαστά

δειλά

κι απόηχα

σε μια παρθένα γ-δύση.

 

 

«...μακριά πολύ το ξέρω δε θα πάμε

μια και οι πεταλούδες λεύτερες πετούν...»

Από το τραγούδι του θεατρικού έργου

«Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες»

του Leonard Gershe

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Χτύπησα σιγανά

το πορτί της καλύβας

με το καλαθάκι μου.

Σκέτος καφές

γλυκό πέργαμο

πικροδάφνη στο χέρι.

Ο καλός ο λύκος

στο κρεβάτι περίμενε

νυχτοφορεμένος ακόμα

την καθωσπρέπει λιζέζ της μητέρας.

Στην άκρια της μύτης

τα περισπούδαστα γυαλιά του πατέρα.

Στα δόντια καραμέλα.

Με κέρασε κι εμένα μία

για το καλωσόρισες.

Με κάθισε στου κρεβατιού τα πόδια

να μην τρομάζω... όσο να πεις.

Με ρώτησε γλυκόλογα

τι τάχα μου φανέρωσε το μονοπάτι...

Μου διάβασε παραμύθια...

Αυτά που ήξερα

κι άλλα που δεν ήξερα.

Μου έδειξε τα παιχνίδια...

Εκείνα που παίζαμε ερήμην μας.

Κι ο χρόνος μου έτρεχε

όπως παιδί ξεδίνει στην αλάνα.

Ντύθηκε τα συμβατά τα ρούχα.

Χέρι μου πρότεινε

μιας βόλτας στον καθαρό αέρα.

Μόλις που ακουμπούσαν τ’

ακροδάχτυλα

τραβιόνταν στις κακοτοπιές.

– ...ο βηματισμός δικός σου...

δικό σου και το ξέγδαρμα στα γόνατα...

Τραβήχτηκε ολοσχερώς το χέρι.

Ίσια στα μάτια κοιταχτήκαμε.

– Μεγάλωσες σε ένα απόγευμα

τεσσάρων ενιαυτών.

– Και τώρα τι μένει;

– Ο πόνος του αποχωρισμού.

Ξεμάκρυνε.

Εγώ φευγάτη.

Κοίταξα δευτερόλεπτο πίσω μου.

Βάδιζε σταθερά προς την καλύβα.

 

 

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

 

«Εμένα οι φίλοι μου

 είναι μαύρα πουλιά»

Κ. Γώγου

 

...εμένα οι φίλοι μου

είναι γυάλινοι

άυλοι

άοσμοι

άσπιλοι

κι αμόλυντοι.

Νεροπότηρα άπιωτα

κεφάλια ασώματα

αρώματα άγνωρα

λέξεις σεπτές

αγάπες βουβές.

 

 

ΚΑΛΕΣΜΑ

 

Πέταξε λίγο

να κοινωνήσουμε τη θάλασσα

ήλιο να κεραστούμε.

Κορμιά σε ξάρτια απέλαγα

γλαρόνια να συρθούμε

του φεγγαριού αργυρό απαύγασμα

στους ώμους να ντυθούμε.

Και αγλαοί ως θα ’μαστε

τρανό σκαρί πατώντας

να ουρανοδρομήσουμε

το άστρο μας το ανέλαμπο ζητώντας.

 

 

ΚΥΚΛΑΔΕΣ

 

...στου Αιγαίου

το γέρμα

λιώνουνε

τα μάτια σου

παιχνίδισμα αντανάκλασης

κάποιων δικών μου πόθων.

Και την αυγή

οι Κυκλάδες

σε χοροστάσι θα πιαστούν

σμαράγδια από τις λέξεις σου

στα στήθια τους φορώντας...

 

 

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

 

...περιμένω

κρεμασμένη στο κενό

του ευδόκιμου χρόνου μας.

Πλάνητες πόθους

γοργοφτέρουγα φιλιά

αερικά σ’αγαπώ

πώς να τα στριμώξουν

μια δροσιστική πέτρα

στον ήλιο του απομεσήμερου

μια πυρωμένη βελόνα

στη δρόσο του πευκώνα.

 

 

 

ΕΙΡΗΝΗ

 

Επάνω

η ταφόπλακα

θέλω να γράφει

ΕΙΡΗΝΗ.

Ειρήνη λεν τη φίλη μου.

Ειρήνη βάφτισα

έναν τετραπληγικό άγγελο.

Ειρήνη τις άυλες βραδιές

στο κομποσκοίνι μου.

Ειρήνη θυροδέρνει

στον όμορφο κόσμο μας.

Ειρήνη με το άτιμο θεριό

που φωλιάζει μέσα μου.-

​​Η ΑΠΟΚΟΤΙΑ

 

Τα τζαμένια γραφεία τους

δεν έχουν πόρους

να εισχωρήσουν

χρεωμένοι πόθοι.

 

Από τις θωρακισμένες πόρτες

περνά χαμογελαστά και σεμνά

ο αριθμός σου

που σωριάζεται με χάρη

σε μια καρέκλα πλεξιγκλάς

της αντίπερα όχθης.

 

Κακό να είναι μικρός.

Κακό να είναι μεγάλος.

Όπως και να έχει είναι κακό.

Κοφτερός μονόλογος

απέναντι σε μια ανθισμένη αμυγδαλιά.

«Τι στο καλό σου ήρθε να ανθίσεις

με τέτοιο παλιόκαιρο;

Οι αποκοτιές πληρώνονται».

 

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ

 

Τώρα που τα φαντάσματα ψόφησαν

ξεσφάλισα τις κλειδαρότρυπες

δε χώνομαι στη χούφτα της μαμάς μου τις νύχτες

έφτυσα τα ξόρκια

καταχώνιασα το ψαλτήρι.

 

Θυμάσαι;

Έρχονταν

καλλίπυγα

καλλιπλόκαμα

καλλίγραμμα

μου σφίγγαν το πηγουνάκι

μου πετούσαν τη φιδίσια γλώσσα τους

στη μποτοξαρισμένη μάσκα

έσερναν γλυκιές ξυραφιές στο νου μου.

 

Τώρα που τα φαντάσματα ψόφησαν

κατάλαβα πόσο τ’ αγαπούσα.

Το κατάλαβαν κι αυτά φεύγοντας.

Φρόντισαν ν’ αφήσουν τσιράκια στο πόδι τους

για να κρατάω την ψευδαίσθηση

ότι δε σ’ έχω νεκροφιλήσει.

 

 

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

 

Μια μέρα θα φύγω.

Δε θα βγαίνουν τα νούμερα

στα λογιστήρια

των συμφερόντων

της δύναμης

των ημερών

Κανείς δε θα αναρωτηθεί

για την τσαλαπατημένη μάσκα

τον ασφόδελο στο στόμα

τα λυχνάρια στις κόρες

και της γραφής τον πυρωμό.

Οι τοίχοι

θα ξερνούν υγρασία

λατρεμένες ανάσες.

Τα συρτάρια

ξανοστημένη γνώση

σφηνωμένα θυμητούρια.

Η ντουλάπα

φτηνιάρικη ματαιοδοξία

σκιάχτρο στα γηρατειά.

Η κάμαρα της μάνας

το θυμό της ανημποριάς μου.

Οι φωλιές των παιδιών

το θυμό του ψυχρού μας πολέμου.

Και το κρεβάτι μας;

Γκρίζα ζώνη ενός Αιγαίου.

Κανείς δε θα αναρωτηθεί

 

Κάποιοι θα μουδιάσουν

Κάποιοι θα μειδιάσουν

Όλοι θα ξεχάσουν

Κι εγώ

τυλιγμένη στη σημαία της ανυπαρξίας

ή στο πλευρό του αυτισμού μου

θα σκίζω τα νερά ενός λάγνου τίποτα.

 

 

 

Η ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

 

Και τώρα

που η ψυχοθεραπεία ξεγύμνωσε τις λέξεις

κι ο νους τις νοικοκύρεψε σε κουτάκια

τι μένει;

Ορισμοί

ορολογίες

οριοθετήσεις.

Το είναι μας

μας κοιτά απορημένο.

Ήταν τόσο εύκολο λοιπόν

να αυτοχειριαστούν οι λέξεις;

Είναι τόσο φροϊδικοί οι πόθοι μας;

Τόσο μηχανικοί οι οργασμοί μας;

Τόσο υπηρεσιακές οι αισθήσεις μας;

Και η θάλασσα δε θ’ ανταριάζει τα στήθη μας;

Ο κάμπος δε θα μας ανοίγει κρεβάτι;

Τα σύννεφα δε θα κλαίνε για ανάξιους εραστές;

Ο συνειρμός δε θα καρφώνει με εφτά καρφιά το νου μου;

Το όνομά σου δε θα καίει τα μάτια μου;

Πώς όχι;

 

 

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ 25, ΝΕΑ ΚΗΦΙΣΙΑ

 

Όταν θα ακούς τον γκιώνη

θα είμαι εγώ που αγάπησα το σκοτάδι.

Κρύφτηκα πίσω από την Άννα - Μαρία Ζίλμπερμαν

Φόρεσα και μια Εριέττη

φόρο τιμής δήθεν στην προμάμμη.

Ντρεπόμουνα τους πυράκανθους.

Δυνάστευαν παράφορα τη μάντρα της οδού Παραδείσου

Τους ξεπάτωσε η μπουλντόζα της αντιπαροχής

Να βολευτούν τα παιδιά.

Φοβόμουνα τον Προκρούστη μου.

Μου έσφιγγε το χέρι ερωτιάρικα.

Λυπόμουνα τα ύστατα χαίρε και τον τελευταίο ασπασμό

που θα πήγαιναν χαμένα.

Ποιος φιλά την Ωραία Κοιμωμένη;

Οι Πρίγκιπες

περνούν

προσπερνούν αλαργεύουν

 

Η παραφορά είναι των πυράκανθων.

Τα χαμομήλια ακόμα μοσχοβολάνε κάτω από τις σόλες.

 

 

 

 

ΩΔΙΝΕΣ

 

«πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων» Ματθ. 24,8

 

...όπως ένα παιδί

που κυοφορήθηκε

και δε βγήκε ποτέ στο Φως.

Το ανακάλυψες μιαν άγια μέρα.

Αφουγκράστηκες την καρδιά Του

δαγκώνοντας τις ανάσες σου.

Κράτησες σε τρεμάμενη παλάμη

τη φωτογραφία Του.

Χάιδευες τις νύχτες σπλάχνα και υπογάστριο.

Περιμένοντας

Να ’ρθει η Ώρα

Ονειρευόσουν

Να το σφίγγεις

Να το βάζεις γλυκά στο στήθος σου

να το ροδοσταμνίζεις

Ν’ απλώσει φύλλα και κλωνιά

Να σε πνίξει ο Βασιλικός σου.

Και πέσαν

οι πρώτες άλικες ψιχάλες στα παπούτσια σου

και σ’ ένα λευκό σεντόνι

ένα κακοκομμένο κατακόκκινο τσαμπί σταφύλι.

Κι αυτοί που θέλαν το καλό σου σε θώπευαν:

Έλα...

Δε θα κλαις πάντα κάτι που δεν είχες ποτέ

Δεν το κράτησες Ποτέ.

(Κάπως .. .έτσι δεν ήταν;)

 

 

 

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΛΟΥ Ή ΟΥΔΕΝΟΣ

 

Δικό Σου

 

Βρεθήκαμε

τα συγκύτια

δύο χρόνια

αφότου κόπασε

η τελευταία τρικυμία.

Στα πόδια μας

μπουσούλαγε ένα μωρό

που αρνιέται να περπατήσει.

Τη ρώτησα ευθέως

– Γιατί όλα ή τίποτα;

Χαμήλωσε και πλάγιασε το βλέμμα.

Κάτι προσπαθούσε να κολλήσει.

Ψυχή και σώμα

όπως πάντα το συνηθίζει.

Έπειτα

με τη σιγουριά της ιδιότητάς της

μου απάντησε:

– Όταν ένα μυοκαρδιακό κύτταρο

διεγερθεί

το δυναμικό δράσης

εξαπλώνεται σε όλα ή σε κανένα.

Ο νόμος του όλου ή ουδενός... είπε.

Ποίημα... είπα.

Σου φιλώ την καρδιά.

 

 

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΡΑΝΙΟ

 

Νυσταγμένα μου βλέφαρα

φλογισμένη γρανίτα

μπουκωμένη ματιά

και στο χέρι σαΐτα.

 

Πολιορκώ ατιμώρητα

το χρυσό σου το δίσκο

μ’ ένα ψίχουλο ήλιου

στης ψυχής τον ιβίσκο

με μιας τσέπης σοφία

στη στυφή σου εφηβεία.

 

 

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

 

Καταμεσής στο μπλάβο σου

ολόασπρο κατάρτι

της πεθυμιάς μου σπάρταρο

στο βάσκαμα το μάτι.

 

Φιλώντας σου το βότσαλο

μιας Κυριακής το δείλι

της φλέβας μου το κρόταλο

σύρθηκε ως τα χείλη

αφρόσταγμα απ’ το σώμα μου

στα πόδια του να στείλει.

 

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ

 

Καυτό απομεσήμερο

να ρουφάς τη ζάχαρη

τριζάτου καρπουζιού.

Να τραγανάς σταφύλι

θαλασσοπλυμένο.

Να λαχταράς σύκα

μες στο γάλα.

Να γλύφεις παγωτό

απ’ τ’ ακροδάχτυλα.

Να περπατάς ξυπόλητος

σε δροσερό μωσαϊκό.

Να στεγνώνει το αλάτι

στο στήθος σου.

Να ρέει άμμος

από τις κλεψύδρες σου.

Να ξεϊδρώνεις

στο μάτι του μαΐστρου.

Να φορώ το ιδρωμένο φανελάκι σου.

Και τα βράδια...

να εξερευνάς κοραλλιογενή βάθη.

Σαράντα καλοκαίρια

στη μακαριότητα της ανυπαρξίας.

Το φετινό

στο κενό της ύπαρξης.

Δεν έχω μιαν ώρα.

Μνήμη δεν έχω.

Από την παλέτα του κατακαλόκαιρου

ξόμπλιασα το υφάδι σου.

 

ΠΕΡΑΣΕ Η ΩΡΑ

 

Ατλαζένια ψυχή

κεχριμπαρένια καρδιά

σε κρικέλι ασημένιο

δεμένες

από αμάλαγο στήθος.

Σαράντα χρόνια πίσω.

Το ενδεχομένως ιδανικό χτες

καίει αλύπητα

το αναμφιβόλως πραγματικό σήμερα.

 

 

 

 

ΑΘΩΟΙ ΕΝΟΧΟΙ

 

«...όσοι αγάπησαν

δεν είναι τόσο αθώοι...»*

Έπνιξαν τους φταίχτες τους

στη λίμνη των δακρύων τους.

Έφραξαν πεφιλημένα στόματα

με πουπουλένια μαξιλάρια.

Τέλος

τους επικηρυγμένους φυγάδες

με το βαμβάκι καρατόμησαν

γράφοντας ποιήματα

να διαιωνίσουν την αυτοθυσία τους

και των ενόχων την αχαριστία.

 

* στίχοι από το τραγούδι «Οι πρώτες λέξεις» του Σ. Μάλαμα

 

 

ΧΥΔΗΝ

 

Σουγιάδια

αναβλύζανε

τα μάτια μου

και βρέχαν

τη χυδαία Λογική σου.

 

Εμνήσθην ημερών αρχαίων.

Τη νύχτα

που παθιάρικα τραγούδια

κατακάθισαν

στο πιάτο με τα σπαραγμένα κόκκαλα.

Τη νύχτα

της του Χριστού Θείας Γέννησης

που τα ποιήματα

κείτονταν

στη φάτνη ενός κρεοπωλείου.

 

Σε τάραξαν τα σουγιαδάκια.

Απόθεσες πετάμενο φιλί

στη χαρακωμένη παρειά

για το ευχαριστώ.

Που σε ένιωσα.

Άξιο το φιλί.

Σε ένιωσα.

 

 

 

 

ΗΛΙΟΧΑΡΕΣ

 

Θερινό ηλιοστάσι...

Ο ήλιος ενθρονίστηκε.

Περνοδιαβαίνει τα ρουμάνια

τανύζει κυπαρισσοκορφές

μεθοκοπάει στα ελάτια

δροσίζεται μυραλοιφές.

 

Θερινό ηλιοστάσι...

Ήλιε μου

Κάνε μου στάση.

 

 

 

 

ΣΤΗ ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΦΥΣΗ

 

Μάνα μου η ελιά

στην ασημόφυλλη σιωπή της.

Αδερφή η ιτιά

η κλαίουσα την άνυδρη ήβη της.

Πλάτανοι οι πεφιλημένοι Ποιητές

πανύψηλοι παχύσκιας δροσιάς.

 

Κισσέ μου, Εσύ,

ανένδοτε πολιορκητή

στο δεντροκόρμι μου

στη φούντωση

αδάμαστε Εραστή μου.

 

 

 

 

ΔΟΣΙΣ ΟΛΙΓΗ ΤΕ ΦΙΛΗ ΤΕ*

 

– Μα κοίτα

όλο το νερό

στα πόδια του το σκόρπισα

σταγόνα

στο λαήνι μη βαστώντας.

Κι αυτός στητός, ολόρθος

θαύμαζε

την προσμονή στα μάτια

ανατριχιώντας.

– Σε καταρράχτη, όχι

δεν ξεδιψάμε, μάτια μου

βρυσούλα σε στρατί αποζητούμε

γουλιές αργές

σταλαχτικές

δροσίχαρες

σε σύφλογο μεσημεριού να πιούμε.

*Ομήρου Οδύσσεια

ραψ. ξ, στ. 457-458

 

ΚΑΠΟΙΟΙ ΜΕ ΡΩΤΗΣΑΝ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

 

– Τι κάνει η κόρη η ακριβαγόραστη

που ’πλεχε μες στα πλούτη;

–Τι κάνει η λεμονιά

που της σπαράξανε τα άνθια

κι έδεσε αμύριστο καρπό;

–Τι κάνει η Ασκληπιάδα

που ’σφιξε τα βλέφαρα στη χούφτα

για το αλάνθαστο γυαλί;

– Τι κάνει η Μούσα

που στα Συμπόσια του Κόσμου όλου

δαφνοστέφηκε;

– Δεν ξέρω τίποτα...

Κάποιος μόνο μου ’πε

πως τις άγριες νύχτες του χειμώνα

ζεσταίνει το σεντόνι της

με δανεικό σεσουάρ.

 

 

ΠΙΚΡΟ ΧΩΜΑ

 

Το νιωθα

δε θα ξανανταμώναμε.

Σε τρεις μέρες

θα ’κανα πανιά

για την ερίβωλο Φθία.

Άνοιξη ένα γύρω

φουσκοδεντριές περιχυμένη

κι ο ποιητής Σου μέσα μου

«Όποιος πεθαίνει σήμερα

χίλιες φορές πεθαίνει».

Έτρεξα στο περιβόλι

ξαναμμένη.

Έπεσα στα πόδια Σου

κατάστηθα.

Με δέχτηκες μέσα στους κισσούς

ευφρόσυνα.

Ο ιδρώτας Σου μύριζε

χώμα, λεμονανθούς και γύρη.

Ακούμπησα το αυτί στο στήθος Σου.

Άκουγα το χτύπο να βρυχάται.

Τα ερπετούμενα βόμβιζαν

το τελευταίο μας σμίξιμο.

– Θα έρχομαι... για σένα.

– Θα σε περιμένω...

Έφυγα.

Κάποιοι σου έβαλαν λόγια.

 

Τον επόμενο χειμώνα

ακολούθησα το ξόδι Σου.

...και τώρα

ποιος να το πιστέψει

πως για Σένα έγραψα

Πατρίδα μου...

 

ΖΑΚΥΝΘΟΣ

(Κ.Παλαμάς)

 

Κάποτε μ’ έφεραν τα κύματα παιδί

στη γη που ν’ απ’ ανθούς κι από τραγούδια λιοχυμένη

προτού να τη χαρώ στου Κάλβου την Ωδή

και πριν την αγαπήσω στη Φαρμακωμένη.

Και με νεραϊδοπήρε η χάρη η περισσή

παιδί καθώς τα πάτησα τα χώματά της

προτού να με χαϊδέψει η Μούσα η λυρική

με χάιδεψεν εκεί η μοσκοβολιά της.

Από ’να Ψήλωμα ξεχάνω τ’ όνομά του πια

σα χώρα απαγγελτή ξαγνάντεψα την εξοχή της

το πράσινο μεθύσι και χαροκοπιά

μόσκος τ’ αγέρι της και μόσκος η πνοή της.

...σίγουρα κάπου λαθεύω στους στίχους...

 το παραθέτω όπως το άκουγα απ’ τον Πατέρα.

bottom of page