top of page

-Χειμερία Αιχμαλωσία-

ΚΟΙΜΗΣΗ

 

Ξύπνησα και σήμερα...

Δεν ήρθε η στερνή πνοή στον ύπνο μου

όπως σου το' χα υποσχεθεί.

Πεπληρωμένη πόθου κι αγάπης

με κατατεθειμένο τον οβολό

και τα χρέη αποσβεσθέντα,

να μη βαραίνουν οι επιμνημόσυνες δέησες

πεφιλημένα χείλη,

στο νεκροκρέβατό μου.

Εκειδανά με τελευταίο ασπασμό

τα άνθια του κακού να μεταλλάξεις

σε άλικα μυρτόκλαδα

εκείνα

κάτω από τον πίσω εξώστη

που διέκριναν αρχέγονη μνήμη

να ορθώνεται κάτω απ' το ρούχο.

Ίσως γιατί

το χέρι μου αγάπησε να καταλύσει

μες στην υγρή παλάμη σου

αφού σου τραγουδήσω

το τροπάρι της θεοκοίμησης...

Αγαπημένοι μου εκ περάτων

κηδεύσατέ μου το σώμα.

Και Συ Έρωτα και Θεέ μου

παράλαβέ μου το πνεύμα.

ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΗ

 

Το ποτάμι αδιάβατο στην άνοδο.

Δύση από πορτοκάλι και μολύβι

όπως τα μέλη μας όταν αγκαλιάζονται.

Ένα μικρό κολλά στο τζάμι τη γλυμμένη καραμέλα του

όπως στον ουρανίσκο οι λέξεις μας από το κάντιο και το σάλιο.

Ένα τσιγάρο δρασκελάει να ξαποστάσει απ ' το παράθυρο

όπως μολυβοκόντυλο απ ' τα δάχτυλα

μέρες και νύχτες που σε ιστόρησε

γέρνει γλυκά στα δόντια ν'απαγκιάσει.

ΤΟ ΨΩΜΙ

 

Ακρίβηνε

εκεί έξω το ψωμί

συθλίβουνε το μάννα

σε αιματίτες

με διαμαντόπετρα

καρβέλια ξεψιχιάζουνε

ριζά της γλώσσας

διακονιά από σπουργίτες.

Στο αρτοφόρι σου χορτάσι ονειρεύτηκα

ψυχοσταλιάς και κύτταρων γιορτάσι

δαγκωματιές γλυκόζυμες να γεύομαι

σε απόκρυφου συλλείτουργου την άψη. 

ΕΙΚΟΝΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

 

...με το σκαμνί στα πόδια

κάθε Αυγή των εκτελέσεων

δακρυογελώ

μοσχολαλώ

και γλυκοτραγουδάω

στην τριχιά.

Κι εκείνη ανακουφίζεται.

Ξαπλώνει

κομποσκοίνι σάμπως

αδέξιων προσευχών

στον έμπειρο λαιμό μου.

Για να ξαναπάρει

εκούσα άκουσα το ρόλο

την επαύριο.

ΓΙΟΡΤΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

 

..στην τσέπη σου

χεράκι με χεράκι ψεσινά

αποχριστούγεννη

μια Πατησίων περπατούσαν

λαμπιόνια γιορτινά, λυχνόφωτα

νωπούς τους πόθους μας κρεμούσαν.

Τα δώρα δεν απόσωσαν τα φιόγκια τους

το τόπι της κορδέλας είχε στερέψει

γυμνούλι και ζεστό κι απόκοσμο

στα πόδια σου το ακούμπησα

Αγάπης καταχείμωνης

δροσοσταλιά να δρέψει.

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

 

...ασύμφορες

σαλιάρες τρυφεράδες

πεισματικής εφηβείας.

Αναγκαίο κακό!

Εύοσμα

μωρουδιακά ψυχαγκαλιάσματα.

Χρειαζούμενο πράμα!

Κομψά

λικνιστικό γλυκαγεράκι.

Απαραίτητο εξάρτημα!

Και το ερωτηματικό

δεν έστιξε ποτέ το λόγο.

Μνηστεύτηκε ο θυμός

παιδιόθεν τη σιωπή.

Το πικροσκόταδο αδερφώθηκε

μια θλιβερή αχτίδα.

Και έσπασε σε ροδόσπυρα το στήθος

και μάζεψαν οι λέξεις τα συντρίμια

λειψανοθήκη μουσική αποζητώντας..

 

Ο ΩΝ Ο ΗΝ ΚΑΙ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ(Αποκάλυψις α:8)

 

Ήταν όλα τους παιδιά Του!

Τα ατλαζένια σπάργανα

της πρωτινής ζωής.

Πλακόστρωτα πασάκια

μιας κληματόρωγης αυλής.

Και τα κολλυβογράμματα

στο άγραφο πινάκι της ψυχής.

Τα εφηβικά τα μεσοφόρια

του αγουροκορμιού.

Τα βεργολυγερά γοβάκια

του ανεμοστρόβιλου χορού.

Του Φτερωτού τα κύματα και

τα ξαφτέρουγα τα ποιήματα.

Αυτά που σκίστηκαν

κι αυτά που κρύφτηκαν

και όσα ντουφεκίστηκαν

και όσα τραγουδίστηκαν

και όσα ακόμα κουκουλιάζουν.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ '17

 

Τη φτώχια μου του πνεύματος

στο πλούσιο Απόδειπνό σου

συνεισφέρω.

"Εν τω ελέει σου ζήσεις με" σου ανάπεμψα.

Στις λίμνες σου... του Σιλωάμ

ανάβλεψαν τα μάτια της ψυχής μου.

Βουνό με ψήλωσες το χιλιοπατημένο σιάδι.

Στης φάτνης σου το άχυρο

να κυλιστώ μαζί σου

κι ερωτικά να μεθυστώ

το σμύρνο της πνοής σου.

ΚΑΘΑΡΣΗ

 

Πρόσωπα τραγικά...

Κουβάρια οι Μοίρες

μελίχλωρα κι αγκαθερά

σφηνώνουν αδυσώπητα

το ένα μες στο άλλο.

Μία τσαχπίνα Παναγιά

κι ένας πανάρετος Θεός

γλυκοτρυγούν τον πόθο.

Χορεύουνε σφιχταγκαλιά

η πρίμα μπαλαρίνα

με μολυβένιο στρατηγό

και της ψυχής τα πρίμα

ανασκαλεύουν ψαλμικά

διαμαντωρύχος ορκωτός

μ' ένα παλιό του ποίημα.

 

 

Σ'ΑΓΑΠΩ

 

Σ'αγαπώ

σα φωτοστέφανο Χριστό

όπως το χώμα το νερό

όπως το βρέφος το μαστό

και του ψωμιού γλυκάδα

νυχτολουλούδι στην αυλή

βοτάνι δρόσου σε πληγή

του κακοχείμωνου λιακάδα

ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

 

Άγιοι Ασώματοι
γεννήθηκαν
στις άκρες του σύρματος
που κάθισαν τα λόγια
σαν τα πουλιά.
Ποδοβόλησαν οι καρδιές
σε στρατί ίσα για δυό.
Κοντοστέκονταν 
κυνηγημένα τα φιλιά.
Σε χλοοτόπι μελιχρό
αγγίχτηκαν αναγνωριστικά κορμιά
τις πόρτες μισανοίγοντας
με διάπλατες τις κόρες
κάτω από γλαρά χαμηλωμένα βλέφαρα
της έκστασης και της ντροπής
...όσο να πεις
καθώς αρχίναε η Ζωή τραγούδι.

ΤΩ ΑΓΝΏΣΤΩ ΘΕΩ

 

"Εν ταίσδε ταις λιπαραίς Αθήναις"
περιφέρω τη ματαιοδοξία μου 
μαντί να βρω και λούλουδο
τον Πόθο μου να ντύσω.
Οι Καρυάτιδες εμειδίασαν
οι κανηφόροι εξεπλάγησαν
οι σκυτοτόμοι ξεπούλησαν.
Γυμνόστηθη
Γυμνόποδη
Γυμνόψυχη
Στο βωμό Σου προσέρχομαι.
Γονυπετής...

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ

 

Η παράσταση
δεν κατεβαίνει.
Χρόνια τώρα
κόβει εισιτήρια επιτυχίας.
Πρώτο κουδούνι...
Στο καμαρίνι του Ανθρώπου
τα κόκκινα σεντόνια
πήραν το σχήμα μου του σώματος.
Δεύτερο κουδούνι...
Το μακιγιάζ κρεμάστηκε κουρασμένο.
Κηραλοιφή στα χέρια
για τις έσω εκδορές.
Τρίτο κουδούνι!
Σανίδι!
Μια πλατεία κατάμεστη
βυζαντινά μάτια
υγρά
βελούδινα
συμπάσχοντα.
Θριαμβική είσοδος του Καρένιν.
Χειροκρότημα! 

ΣΙΩΠΗ

 

...αιχμάλωτη
φιμωμένη
ασπαίρουσα
Σάρκα Ψυχή
το στίχο μασάει
φωτιές ξεγεννάει
σε Ονείρου ευνή.

ΚΑΘΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

 

"...Από του ιερού περιβόλου του σεπτού τούτου τεμένους των Μουσών εξερχομένη, κατ' επιστήμην βιώσομαι, ασκούσα ταύτην δίκην θρησκείας εν πνεύματι και αληθεία...και εν πάση ανθρώπων κοινωνία αεί προς ειρήνην και χρηστότητα ηθών συντελέσω βαίνουσα εν ευθεία του βίου οδώ προς την αλήθειαν και το δίκαιον αποβλέπουσα και τον βίον ανυψούσα εις τύπον αρετής υπό την σκέπην της σοφίας..."

 

Ξεκόβοντας απ' το Περβόλι
με δίκοπο μαχαίρι που στραφτάλιζε
σε θίασο περιοδεύοντα
κομπάρσας πήρα ρόλο
στην Όπερα της Πεντάρας.
Μια Τζέννυ δεν αξιώθηκα.
Παραδείσιο πτηνάριο
στον οίκο του κυρίου Μακχήθ
με τα λευκά τα γάντια.
Λωβοτομημένο συνειδός
ευσυνείδητο κορμί 
σε παχυλές αγκάλες
λειτούργημα επιτελούσα.
Δίκην θρησκείας.
Τώρα πια
είμαι μια αξιοσέβαστη πόρνη.

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

...αείφυλλε βασιλικέ μου
ηδύοσμη χαρμονή
εντάφιου τίμιου ξύλου
ουρανί πουκάμισο
χαρίσαμε
σε βαλαντωμένο φευγάτο Σεπτέμβρη
να θυμάται 
τη μοναχικά δίδυμη μέρα
ξεθηλυκώνοντας 
απαρηγόρητα μικρά κουμπιά
ξεδίνοντας
μαργαριταρένιους χυμούς
κερασμένους σε ποτήρια σαμπάνιας.

ΠΟΤΕ

 

"Και Συ Νύμφη

μεγαλύνθητι ως η Σάρα

και ευφράνθητι ως η Ρεβέκκα"

...και το Εγώ

καρπόδεσε στη χώρα του Ποτέ

μπουκιές για τα χελιδονόπουλα

βορά σε μία πάλλευκη μοκέτα

φιλέματα σε βίο ανεόρταστο

έδεσμα σε κόμπο από πετσέτα.

Ποτέ γλυκόρωγο σταφύλι δεν αλέστηκε

σύκο που ασπρογάλιαζε ποτέ

Σάρα μου

από έναν μίζερο Θεό εμεγαλύνθηκες

Ρεβέκκα

δεν ευφράνθηκες ποτέ.

Η ΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

...αμάσητα

κατάπινα τα χρόνια μου

με γευστικούς κάλυκες νεκρούς

σε πορσελάνης ξανοστιά.

Στου δείπνου τα απομεινάρια πια

γλυκάλμυρο νεραϊδικό

καραμελένιος άγγελος

μελιγάλακτο ποιητούδι

και εκείνες οι λέξεις...

που αφήνουν τον καύσο της μέντας

στο θόλο του ουρανίσκου.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 

Ελιά Εσύ

αγρίλι εγώ

σύθαμνό σου

ομόρριζο

ομοαίματο

ομογάλακτο.

Αμπόλιαστο

ζαρώνω στην ασημένια τη θωριά σου

κράζω πουλιά που χάρηκαν τα κλώνια σου

ζηλεύω τη χρυσόρροη λαδιά σου.

Έναν από τους ρόζους της σοφίας σου

μετάγγισε στο σύρριζό μου κοντοκόρμι

σφραγίδα υπερούσιας ευωχίας μας

ορκόδεση στο σύστρατό μας μονοδρόμι.

ΤΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ

 

Ασφυκτιά

το χωρόχρονο

ανάμεσά μας.

Σκορπάει

σε λιπόθυμες στιγμές

σε ανύποπτες γωνιές.

Αγαπήσαμε

το όποτε

το κάποτε

το όπου.

Ξορκίσαμε

το πότε

το τότε

το πού.

Και δε ρωτήσαμε ποτέ

Γιατί;

Γυμνή μια θριαμβεύουσα Ύπαρξη

ανασαίνει στήθος με στήθος.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΕΔΕΜ

 

Σε Κήπο

συνοικιακής Εδέμ

γιορτάνοιξαν τα πέταλα

με ένα Ποίημα

κι ένα φιλί

δακρυρροώντας

πάνω σε περήφανο στήμονα

νυχτοθρεμμένες δροσοσταλίδες.

Λατίνος βομβίνος ερωτοπαίζει

τη ναζιάρα ανθοδόχη

να της μεθύσει με χρυσούς γυρεόκοκκους

τον υπέροχο ύπερο.

Με φυλαγμένο νέκταρ

επιβραβεύει τον ηδυπετή επικονιαστή.

bottom of page