top of page

-Απόλογοι-

Στον Άγνωστο ποιητή

ΞΥΠΝΗΜΑ

Τα ματόκλαδα παίζουν
από ηλιόφωτο και κακαρίσματα.
Μπαμπακένιοι σβώλοι στο στρώμα
η καραμελωτή να τσούζει στο στόμα.

 

Οι αισθήσεις τρελαίνονται.
Αηδιαστικό κατσικόγαλα
με αχνιστό λαδωμένο ψωμί
μούχλα κι αναστάσιμο χοιρομέρι
κοπριά και μυρωμένο αγέρι.

 

Η ψυχή παιανίζει
έξω το πεύκο μιλάει
κουβαριασμένα χνουδωτά νιαουρίζουν.
Πράσινο μεθύσι
μεθυστικό μοσκοβόλι.
Χρυσόμαλλο αγόρι
εναποθέτει στο μεσόφρυδο
το πρώτο βόλι.

 

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ξεμάτωσε
και το τελευταίο αιμοφόρο αγγείο.
Έβαψε μπλε τη μπάλα
στο πλαστικό χριστουγεννιάτικο δεντράκι
να ταιριάζει τουλάχιστον με τα πιάτα του τοίχου.

 

Ο αέρας δε μυρίζει πια κανελογαρύφαλο
σκόνη
υγρασία
θανατίλα
δίνουν χέρια κάτω από τη μύτη μου
και φτηνό αρωματικό λάδι βαραίνει αντί να ευφραίνει.

 

Κρεμασμένοι άγγελοι από το καμένο πολύφωτο
εμβαδομετρούν το τραπέζι
και προσμετρούν το βάθος της σαπίλας στο πάτωμα.
Τα ρόδια της ευμάρειας
ξύλιασαν στη μαύρη ασημένια φρουτιέρα.

 

Ένας οικολογικός Αϊ- Βασίλης
έχασε τα γυαλιά, τη φωνή και τον μπόγο του
ανεβοκατεβαίνοντας στο πατάρι των αλλοτινών θαυμάτων μου.
Τα κεριά βαθούλωσαν με τα χρόνια
και δε χωράνε το χέρι να φτάσει το φυτίλι.

 

Καιρός γλυκερός, αρρωστιάρικος
το χιόνι στις χούφτες και στην καρδιά
πρόστυχο φλερτ με βιτρίνες ευκαιριών
και τα χρόνια πολλά ή λίγα που απομένουνε
ηχούν κακόφωνα και τρομαχτικά.

ΠΡΙΝ ΑΛΕΚΤΩΡ ΦΩΝΗΣΕΙ


Τα αρνήθηκαν όλα
Τα μαγεμένα λόγια
Τα Τίμια Δώρα
Τα γλυκοκοιμισμένα όβολα.
Εἶχε δέ αὐτούς τρόμος και ἔκστασις.
Ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς
ἀγαπημένοις
ὅτι προάγει αὐτούς είς το Φῶς.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ

 

Τα ψελλισμένα
τα αρθρωμένα
τα ειρημένα
κι απαντημένα
πέφτουν και ξαναπέφτουν
στο ντιβάνι
ανικανοποίητα
αξεπέραστα
βασανιστικά
σκουλικιασμένα.
Μηρυκάζω

τον καθωσπρεπισμό
τη φιλαρέσκεια
τον καταναλωτισμό
τον καπνό
και το υαλουρονικό μου.
Και ο πύθος ανατροφοδοτείται
και το πάθος ανακεφαλαιοποιείται.
Και πάλι ξεσπαραχνιάζομαι
και ξερνώ το λυγμό μου
και καταπίνω τον εμετό μου.
Απόκαμα να μονώνω τους νευρώνες
να ακυρώνω συναισθήματα.
Ζητώ την ουσία
όχι άλλη θυσία
όχι συνουσία.

Θέλω να ονειρεύομαι
όχι εις το διηνεκές να γιατρεύομαι.
«Κύριε, ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου!»

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία», Τόμος 177ος, τεύχος 1867, Δεκέμβριος 2015

 

 

ΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ

 

Κατρακυλάνε
στις φλέβες μας και στο νωτιαίο μυελό.
Κουδουνάνε
στις φέτες του καλοριφέρ.
Σφεντονιάζουν
τις λάμπες στο ταβάνι.
Εξαλλάσσουν
τη φωτοχυσία σε φθόριο νεκροτομείου.
Παζαρεύουν
τη μυρωδιά του καφέ μας.
Μετρούν
τα δακτυλίδια του καπνού μας.
Κόβουν
χιλιόμετρα από τα ταξίδια μας.
Ρουφάνε
τη δροσιά από τον κήπο μας.
Τα κρεμάσαμε
στα σπαραγμένα πατζούρια μας
να διώχνουν αντιφεγγίζοντας
τα πουλιά που φωλιάζουν.
Μελανιάζουν
τις χούφτες μας.
Τραυματίζουν
τα όνειρά μας.
Μαυρίζουν
τα σεντόνια μας.

Λιγδιάζουν
τους τοίχους μας.
Τα κέρματα
κατακερμάτισαν τις ζωές μας.

 

ΖΥΓΑΡΙΑ

Σταγόνα στον ωκεανό μου
Πεταλούδα στον αετό μου
Νεραυλακιά στον ποταμό μου
Σβωλαράκι στο βουνό μου
Πρωτοΰπνι στ’ όνειρό μου
Ωχαδέρφι στον καημό μου.

 

Ξαναγυρνάω
ζυγίζω
μετράω
με τα λίγα σου
τις μνήμες κερνάω
να προσπερνώ
να μακραίνω
να περνάω

 

ΑΛΜΑ ΕΠΙ ΚΟΝΤΩ


Το άλμα της ψυχής πάγωσε
πάνω από τον πήχυ της αποθεραπείας της.
Ένα λάκτισμα
κι έτρεξε χιλιόμετρα
μέσα σε τραχιά σιωπή
φτυσμένες φράσεις
και πνιγμένες λεξούλες για λύπηση:
«Μη»
«Όχι»
«Πονάει»
«Βοήθεια»
Και τώρα
στην άκρη μιας κερκίδας
ο κλωτσαδόρος απογυμνωμένος
από αυλοκόλακες και κυρίες επί των τιμών
ίσως αναρωτιέται.
Μην κάνεις αντιστροφή της διαδρομής
στη γιγαντοοθόνη του.
Κλείσε του αγαπημένα το μάτι.
Σε έβγαλε στο στίβο.
Σε καμαρώνει στο βάθρο.
Χειροκρότημα!

 

ΕΡΩΤΑ ΕΣΥ…

 

Ποτέ δεν εισέβαλες
από τις καταλυμένες καστρόπορτες
της Μονεμβασιάς.

 

Μ’ άφησες να στάζω
πίσω από Ζακυθινές γρίλλιες,
να αναλιγώνω
για μια κάρτ ποστάλ της Φλωρεντίας,
να μου κρύβεσαι
πίσω από ευρωπαϊκά γραφεία
και κατά περίπτωση προσωπεία
δήθεν
για την κακοζουλιγμένη οδοντόπαστα
και τις γάτες
που τους πουλούσα
τα αποπροσανατολισμένα χάδια μου.
Να σε θαυμάζω
για την εντιμότητα
 και τον καθωσπρεπισμό σου
με τις χορδές μου τεντωμένες.
Και τώρα...
Τώρα θες να μπεις
σε πόλη ισοπεδωμένη
υποταγμένη
με λευκή σημαία υψωμένη
παχιοχώματη σαν τη Φθία
λουλουδιασμένη
νεραϊδοπαρμένη
ε... ας είναι και δακρυσμένη.

Τώρα θες θύελλα πάνω στη θύελλα
ταξίδια για Μύκονο
και στάχτη πάνω σε στάχτη
ηλιοβασιλέματα στην Καλντέρα
εκρηκτικές αλχημείες
σε μια Αίτνα με διαπύρσιες εκτοξεύσεις.
Ανούσιες απολαύσεις,
χωρίς τη σίγουρη χημεία
στη χωλαίνουσα ψυχή μου.


Τώρα δε σου φτάνει το εγώ μου.
Τώρα θες το μη εγώ μου.
Όμως είμαι πάντα εγώ.
Και είμαι πάντα εδώ
στην άγονη γραμμή
της ειρήνευσής μας.

 

ΒΟΡΙΑΔΑΚΙ

 

Η λαίλαπα αφόρισε και χλεύασε
το όμορφο
το αληθινό
το ζεστό
το ξέχωρο
Όλα σε ένα τσουβάλι τα χώρεσε
λογικής και εξυπηρέτησης.
Η λαίλαπα εξαλλάχτηκε
σε βοριαδάκι ψυχότροπο.
Σαρώνει
τα άλγη
την οργή
τον πανικό
τις απορρίψεις και αυτοαπορρίψεις.

 

Στο ξέγναντο
μιας βεράντας, γέφυρας
από το βράχο στον κόλπο
του κουνώ το δάχτυλο
όποτε το θέλω
το δέχομαι σε τρύπιους κόλπους
το αφήνω να ξεγλιστρήσει σαν το γατί
να συνεχίζω να ρουφώ το καλοκαιρινό κάμα.

 

Με το όμορφο
με χόρτασε
η ψυχή
και τούτος εδώ ο τόπος.

Η γεύση της αλήθειας
πηδά
από τα χείλη του φλιτζανιού
ενός καφέ ελληνικού
στο φίλτρο ενός τσιγάρου.
Η ζέστη
ιδρώνει το μπουκάλι με το νερό
και ξέχωρο
είναι τούτο που ζούμε.

 

Έλα και φύγε βοριαδάκι
που κάποτε ήσουνα βοριάς
και κάποτε τυφώνας.
Ο βοριάς παγώνει.
Ο τυφώνας τυφλώνει.

 

ΥΜΝΟΣ

 

Γυναίκα
έστησε χορό στ’ αφρόνερα
με χιτώνα ποδήρη λευκό
να κρύβει
τις παιδικές αγκαλιές
τις σακκούλες του σούπερ μάρκετ
που μπλαβίζουν στις γάμπες
τις εξοστώσεις
από ματαιόδοξες γόβες.

 

Με ένα πεθαμένο περιστέρι στο στήθος
κι ένα φανέτο στον κρόταφο
λικνίζεται και πίνει αλισάχνη
στο κροντήρι της Μνημοσύνης
στην υγειά της Χίμαιρας.

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

 

Σστ...
Ο Έρωτας
έγειρε και βασίλεψε
στου αυστηρού του νου τις κορυφογραμμές.

 

Σστ...
Κάντε ησυχία.
Κι αν ξυπνήσει θα κλαίει
και θα θέλει παιχνίδια
και πλανιάρικα χάδια
και λογάκια κεντίδια.

 

Σστ...
Νάνι το παιδάκι μου
Το φάσκιωσα
το μέλωσα
το λίγωσα
το απίθωσα

 

σε μια τόση δα κουνίτσα
να κείται μέγας μεγαλωστί.

ΤΕΛΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ


Με τη ματιά της πεταλούδας
με την ανάσα νεογνού
χωρίς του χρόνου την ασπούδα
και τα φτερά του γερανού.

 

Μ’ ένα μυαλούδι λυχναράκι
με την καρδιά καλοκαιριού
με μαξιλάρια στο χεράκι
στα μυστικά του κόσμου αυτού.

 

Με μιας κλωστής την απαλάδα
σε λαβυρίνθους σκοτεινούς
πιάνω στο έβγα αχιβάδα
με μάλγαρο και με θεούς.

 

Σε ποιητές και Κυριακάδες
βρήκα την άρπα των καιρών
και της ζωής μου τις γιορτάδες
σε χελιδόνισμα ματιών.

 

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Οι μέρες να ’ναι του Θεού
με κουκούλια στον ήλιο
με το άρωμα θάλασσας
με τη γεύση ονείρων.

 

Με λεξούλες στον άνεμο
με το νέκταρ της μέλισσας
με τη γλύκα των ύπνων
με παιδιών παιχνιδίσματα
με πουλιών κουκουβίσματα
με απρόσμενα δρόμων.

 

Με αγάπης κοιτάγματα
με ερώτων αγγίγματα
κι αλαφράδα των ώμων.

ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΣ

Γεννήθηκες
πάνω σ’ έναν λούτρινο μονόκερο
που κουβαλούσε την εφηβεία της μάνας σου
και πισωκάπουλα έναν μικρό ιππότη.

 

Μεγάλωσες
στη σοφίτα των θαυμάτων
με το αδράχτι καταχωνιασμένο
να μην το βρεις ποτέ
να μη σε βρει ποτέ.

 

Μαλαματένια κούνια
μενεξεδένια ρούχα
κερασένια λόγια.
Τί ήταν όνειρο
και τί ήταν παραμύθι;

 

Φύσαγα φυσαλίδες
στα μάγουλά σου
κάρφωνα αστεράκια
στα μαλλιά σου
ξόμπλιαζα Νύμφες
στην ποδιά σου.

 

Ξέρω
πως το αδράχτι
θα’ ρθει εκείνο να σε βρει.

Μέσα στα επώνυμα μποτάκια σου
σε ένα ψόφιο πάρτι γενεθλίων
σε ένα αταξίδευτο ταξίδι στη Ντίσνεϊλαντ
πίσω από ένα παχυλό γραφείο.
Θα σου τσιμπήσει το δαχτυλάκι.

 

Σαν το δεις μη φοβηθείς.
Θα φιλοδωρήσω τις αράχνες
να καραμελώσουν τα δίχτυα τους
και να σε κοιμίσουν
μέχρι η Χρυσόθρονη να σε γλυκοφιλήσει.

bottom of page