top of page

-Ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων-

Στους ανυποψίαστους καρφωτές

ΕΠΕΑ

Τα λόγια αγαπούν
την ώρα που λέγονται.
Κι ύστερα τρέχουν να κρυφτούν
και παραφυλάνε τις περισσότερες φορές
την ώρα που θ’ αποκοιμηθούμε
να το σκάσουν.
Μετανιωμένα
ντρέπονται και φοβούνται
και αυτολογοκρίνονται και δικιολογούνται.

 

Τα λόγια χτυπούν
την ώρα που λέγονται.
Κι ύστερα τρέχουν να σωθούν
και παραμιλούνε
μέχρι να κουραστούμε
και να σωπάσουν.
Αποκαμωμένα και
κάποτε μεταμελημένα
να καρφώνονται και να εκδικούνται
αυτοτραυματίζονται ή αυτοκτονούνε.

 

 

ΑΡΡΗΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Τέκνο του φόβου και της κουφόνοιας
προπομπός απελπίδας κι αφάνειας
δουλευτής λυγμών και παράνοιας
σκουλήκι ψυχής και μετάνοιας.

 

Τεντωμένο σκοινί στο κενό
η αλήθεια μελόψωμο πικρό
ηττημένος ο Λόγος
κι αφέντης το Εγώ.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία», Τόμος 177ος, τεύχος 1867, Δεκέμβριος 2015

 

 

ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μελίανθες θεατρικές μάσκες
απαλόχρωτα αγκυλωμένα χέρια
μη μου εκβιάζετε χαμόγελα
μη μου πολιορκείτε την αγκαλιά.

 

Λόγια τραγουδιάρικα χαϊδευτικά
έφραξα τα ώτα μου
και κάλυψα τα νώτα μου
με αγκάθια από τριαντάφυλλα.

 

Ματιές κατά το νοούμενον
με ερωτηματικά υπονοούμενα
σφάλισα τις ορθάνοιχτες κόρες μου
με μια σκλήθρα ουρανό.

 

Του κατ’ ανάγκην και του δήθεν
άφιλοι κι άσπονδοι αγαπημένοι
έχω ορίσει τον κύκλο μου
με βροχή ματωμένη.

 

 

 

ΑΕΡΟΦΥΣΗΜΑ

 

Όταν τα ηλεκτροφόρα καλώδια της σκέψης
εκκενώνουν με μια πνοή
και η ψυχή σφύζει από κακό αίμα
ανοίγω τα μεσημέρια το παράθυρο
στα κύτταρα.

 

Το αεράκι
φέρνει τις δροσάλες από τα σύννεφα
το άρωμα
από τις πικροδάφνες των πεζοδρομίων
τους ευεργετικούς σπίλους λάσπης
από τους τροχούς των αυτοκινήτων
τις γάργαρες ιαχές από μια παιδική χαρά.

 

Ποιος είπε πως τα δειλινά είναι μοναχικά και βαριά;

 

ΤΟ ΠΟΝ ΠΟΝ

Με ένα πον πον
ζωής και θανάτου
μεταμορφώνομαι κι επιβιώνω
σπρώχνω και μπαλώνω.

 

Ένα πον πον
από σατέν και αχινό
χνουδωτό κι αγκαθερό
βουτάει στην πούδρα
και στη καρβουνόσκονη.
Σκάει
μπαμπακολούλουδο στον ήλιο μου
ανοίγει
νυχτολούλουδο στο ζόφο μου
αντισφαιρίζει
στα μηλίγγια μου
βάζει καλάθια
στο φόβο και στον κόρφο μου.

 

 

ΚΛΩΣΤΕΣ

 

Μια κλωστούλα θέλω να τραβήξω
και το κουρδισμένο μυαλό
να πάρει άλλους δρόμους
του γλυκασμού
της ομορφιάς
της τέχνης.

 

Όλες εξέχουν δυνητικά
κι όλες κόβονται δυναστικά
σαν από αραχνένιο ιστό
αδιάλειπτο
αδιαπέραστο
αριστοτεχνικό.

 

 

ΤΥΨΗ

 

Πατίνα ήλιου στα μαλλιά
πόνος σύντροφος και ξορκισμένος
χέρια ανοιχτά σε αγκαλιά ορθής γωνίας
ερωτικός εσταυρωμένος.

 

Κι εγώ αντί του μάννα χολήν
επαίτις για χιλιάκριβο φιλί
έρωτας ευτρεπισμένος
σε κελί στυφής ηθικολαγνείας
κλεισμένος.

 

 

ΔΡΟΜΟΙ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ

Μεταξωτή η ξυραφιά
απ’ το λακκάκι του λαιμού
ώς το όρος της Αφροδίτης.
Μεταξωτή η παλάμη
που κράτησε τη δική μου
σαν άγιο δισκάριο
όπως το επέβαλε η περίσταση.
Μεταξωτό το νυστέρι
που βάζει σε σειρά
την τσαπατσούλικη ψυχή μου.
Μεταξωτή η πατερίτσα
κάτω από τη μασχάλη μου.
Μεταξωτός ο σταυρός
που κρέμασες για δεύτερη φορά στο λαιμό μου
Ξεκλείδωσε τις μπαλκονόπορτες
από τα παλάτσα της Βενετίας
και χύθηκαν
φουσκωμένες μεταξωτές κουρτίνες
ώς κάτω στα κανάλια.
Μεταξωτά και τα μάτια της Χαρούλας...

 

 

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

 

Απόψε
θα χορέψω με τα φαντάσματα.
Τους άνοιξες την πόρτα
για να επαληθευτούν.

 

Παρατηρήσεις
εντολές
απαγορεύσεις
με προσωπεία δεοντολογίας
μια ξαφνική εκδρομή μετά διανυκτέρευσης
ένα συντροφικό ραδιόφωνο να παίζει
πόθους κακοφορμισμένους
κι αγιάτρευτα παράπονα
η δουλειά που μαστιγώνει επιτακτικά
με στριφογυρίζουν.
Δε με αφήνουν να ξεχάσω
πόσο αυτοκαταστροφική
ένοχη και ενοχική
υπήρξα.

bottom of page