top of page

-Ομηρικά-

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΑΣ

 

Στα χρυσόγιαλα της Ιωνίας
τα παχιοχώματα
ξέγλυκος από στίχο
βούλιαζε ο λιγυρός ο ποιητής.

Εικοσιπέντε χρόνους
κι όλο μισεύει ο γυρισμός της...

Οι Ατρείδες μεγαλύνθηκαν.
Οι Αχιλλείς ξεθύμαναν.
Τα παλικάρια αντροκαλέστηκαν
και δάγκωσαν χώμα.

Οι θεοί ροβόλησαν στη ματερή πεδιάδα
και ντροπιάστηκαν.
Οι Τρωάδες στηθοκοπήθηκαν στα ιερά τείχη.
Η Τροία καταλύθηκε στην πυρά του Έκτορα.

Εικοσιπέντε χρόνους
κι όλο μισεύει ο γυρισμός της...

Χόρτασε θάνατο ο πόλεμος
χόρτασε φρίκη η Μούσα
και ζαχαρώνει τη ζωή.
Κι ο ποιητής ο ασύγκριτος
παίρνει κύμα το κύμα
και την ξεκρίνει σε αγκαλιά
ενάλιου βακχευτή.
Σιμώνει, ακουμπά στα στήθη της το αυτί
για να γρικά το χτύπο της
να ανθίσει η γραφή.
Κάτι το χνώτο το μυριόμυρο
του τάραξε στα βύθη
κάτι στα σπλάχνα φύσησε
πατρίδας παραμύθι.
Τα δάχτυλα στάνε ανθόμελο
γλυκόζωης Ιθάκης
πολύπαθης, πολύδακρης
και αγιασμένης μάχης.
Ο νόστος και το πέλαγο
χυμούν σώμα με σώμα
κι ο ουρανός κρατεί κλωνί
της ίριδας το χρώμα.

 

 

ΣΕΙΡΗΝΕΣ

 

...η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε

στην κάμαρή της...κι όταν ανέβηκε ψηλά στο θάλαμο...έστησε θρήνο...ωσότου η Αθηνά... κλείνει τα βλέφαρά της, σταλάζοντας ύπνο γλυκό.Την ίδιαν ώρα οι μνηστήρες,στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,σήκωσαν ταραχή:όλοι τους κι ολοφάνερα κάνουν ευχή,μαζί της θέλουν να πλαγιάσουν στο κρεβάτι.

 

Ομήρου Οδύσσεια

ραψ. α , στ. 401-409

μτφρ. Δ.Ν.Μαρωνίτης

 

...η Πηνελόπη δεν κοιμήθηκε.

Ψέματα μας είπε ο Ποιητής.

Τα κοιμισμένα μέλη της

ζητούσανε το μέλι

εκείνο που ανάβλυζε

στις κόρες των μνηστήρων.

Στο ορφανό το δώμα ανέβηκε

πέταξε το λαμπρό σκουτί

και μ'ένα τσίτι απροκάλυπτο

τράβηξε κατά το Φόρκυ.

Κατάρτι ολάσπρο ναύλωσε

κι έμεινε ολόγυμνη

με τις πηγές λαλέουσες

να κράζει την αγάπη.

Για τον Σειρήνα το ' βαλε

χωρίς κερί

χωρίς σκοινί

αυτόβουλα να του δοθει

γλυκά να τη σπαράξει.

ΜΑΤΑΙΩΣΗ

 

Κι η Ναυσικά,που απ' τους αθάνατους την ομορφιά είχε δώρο,/πλάι στου αντρωνίτη του καλόχτιστου την παραστάδα εστάθη,/τον Οδυσσέα να ιδούν τα μάτια της και να τον καμαρώσει./[...]"Έχε γεια, ξένε! Στην πατρίδα σου σα φτάσεις κάποια μέρα,/μη μου ξεχνάς. Πιο απ' όλους τη χρωστάς σε μένα τη ζωή σου!"/Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:/"Μακάρι, Ναυσικά [...] στο σπίτι μου, τη μέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου!/Αν γύριζα, θα σου προσεύχομουν αδιάκοπα κει πέρα/σα σε θεά, τι εσύ μου χάρισες ζωή ξανά, παρθένα!"

 

Ομήρου Οδύσσεια

ραψ. θ, στ. 457-468

μτφρ. Ν.Καζαντζάκη-Ι.Θ.Κακριδή

 

Η Αθηνά με τ'όνειρο

της πήρε τα μυαλά.

Γέφυρα με την Ιθάκη του

την έταξε

και με του γάμου τις κρυφές χαρές

την έπαιξε.

Κι όταν τον αντίκρισε

θεριό ηδύλαλο

φριχτά βασανισμένο

μ'ένα κλαδί στην αντριγιά

λόγια που εχτύπααν στην καρδιά

να τραγουδάει

πως είν' εκείνος πίστεψε

τα κάλλη της τ'απάρθενα

γλυκά που θα τρυγάει.

 

Και η θεία βουλή πληρώθηκε.

Και η Ναυσικά

η τελευταία σχεδία

το μόνο που του γεύτηκε

την εύφημή της μνεία.

Ο ΑΝΤΙΗΡΩΑΣ

(αφιερωμένο στην Ελένη Ι. Κακριδή)

 

"Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου/ενός καιρού 'μαστε,στην τέλειωση των γερατιών των έρμων./.......Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει /βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα, /τον ακριβό του υγιό πως κάποτε θα ιδεί απ' την Τροία να γέρνει./.......Είχα πενήντα γιους.....και τον έναν, ξεχωριστό,......τον σκότωσες πριν λίγες /μέρες, τον Έχτορα.Για χάρη του στα πλοία σας φτάνω τώρα,/.......Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα, /τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος.Πιο αξίζω εγώ συμπόνια/τι εβάστηξα ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο,/του αντρούς που τους υγιους μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!".......Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου /του Εχτόρου, κι έκλαιγεν......θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος.....(Ο Αχιλλέας):"Έτσι οι θεοί...... και στον Πηλέα χαρίσαν δώρα μεγάλα,.......Όμως ο Δίας με δίχως βάσανα δεν άφησε και τούτον......έναν υγιο μονάχα αξιώθηκε λιγόχρονο, που μήτε/καν τώρα που γερνά τον γνοιάζομαι, τι απ' την πατρίδα αλάργα/κάθουμαι εδώ στην Τροία, τα τέκνα σου να τυραννώ και σένα!

 

Ομήρου Ιλιάδα

ραψ. Ω, στ. 486-542

μτφρ. Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή

 

Δυο πατεράδες

του χαστούκισαν γλυκά

τα τρόπαιά του

ένας στα μουσκεμένα χέρια του

ο άλλος στην καρδιά του.

Κανένας δεν τον έψεξε

με λόγια αγκιδωμένα

έλεος, δάκρυα, θύμησες

όλα γινήκαν ένα.

Ξεμέθι από τα Κλέα του

στου Χάρου το αλώνι

σέρνει απ' τη γλώσσα του σπαθί

δοξαστικό

πικρό

κι ανήλεο

και Ήρωα και Πόλεμο καρφώνει.

ΘΕΟΙ και ΜΟΙΡΑ

 

"Ωχού μου εμένα, ο πιο που αγάπησα θνητός, ο Σαρπηδόνας,/γραφτό 'ναι τώρα από τον Πάτροκλο να κατεβεί στον Άδη./Και μέσα μου η καρδιά διχόγνωμη σαλεύει, ως διαλογούμαι,/ να τον αρπάξω απ' την πολύδακρη τη μάχη και της πλούσιας/Λυκίας τα μέρη, πριν ο θάνατος τον έβρει, να τον φέρω, /για και ν' αφήσω τώρα ο Πάτροκλος να πάρει τη ζωή του;"/Και τότε η σεβαστή του απάντησε βοϊδόματη Ήρα κι είπε:/"Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τι λόγια αυτά που κρένεις;/Έναν θνητό πως θες, που θάνατο του 'χει γραμμένα η Μοίρα,/τώρα ξανά απ' τον πολυστέναχτο να τον γλιτώσεις Χάρο;/Κάμε ό,τι θες, μα κι όλοι οι αθάνατοι δεν έχουμε ίδια γνώμη.

[...]

Είπε, κι ο κύρης των αθάνατων και των θνητών το δέχτη,/και ματερές ψιχάλες έριξε στο χώμα, να τιμήσει/τον ακριβό το γιό του θέλοντας

[...]

κι αυτός σωριάστη...ομπρός στο αμάξι του και στ' άλογα ξαπλώθη/ βρουχιώντας, με τα νύχια ξύνοντας τη ματωμένη σκόνη.

[...]

Κι ο Δίας στο Φοίβο εστράφη κι έλεγεν ο νεφελοστοιβάχτης:/"Απ' τις ριξιές, ομπρός, Απόλλωνα, το Σαρπηδόνα βγάλε/τα μελανά του σφούγγιξε αίματα, μετά κουβάλησέ τον/μακριά πολύ, στο ρέμα λούσε τον του ποταμού, με λάδι/αθάνατο άλειψέ τον, φόρα του θεϊκό χιτώνα γύρω,/και στους γοργούς περαματάρηδες τα διδυμάρια αδέρφια, /δώσ' τον, στον Ύπνο και στο Θάνατο, για να τον κουβαλήσουν/πέρα στης καρπερής κι απλόχωρης Λυκίας τα καμποτόπια./Μνημούρι εκεί οι δικοί κι οι φίλοι του με μια κολόνα απάνω/θα του σηκώσουν τι όσοι πέθαναν άλλη δε λάχαν χάρη."

 

Ομήρου Ιλιάδα

ραψ. Π, στ. 433-443, 458-460, 485-486, 668-675

μτφρ. Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή

 

"Κι αν τόχει η μοίρα σου να πέσεις...μην πεις ποτέ, ψυχή μου παραδόσου" - Μ.Αυγέρης

 

Κι ο Κεραυνόχαρος,

Δαβίδ στο πεπρωμένο.

"Διός δ'(ουκ) ετελείετο βουλή"

Χρυσή βροχή το πάλαι διεισδύων

καθημαγμένος νυν ψιχαλίζει.

Η ψυχοστασία

παλαιόθεν

συντελείται στα νώτα μας.

Η ετυμηγορίες

πάντα τελεσίδικες.

Και ο Εσταυρωμένος

ματώνει από το πλευρό του.

Τι κι αν ο Άδης εμαράνθη;

Ο άνθρωπός του εμωράνθη

λεύτερο χέρι ασκώνοντας

να γράψει το γραμμένο.

Αναστάς λογχοφόρος

τα κιτάπια στο αίμα εκέντα

διανέμοντας χιονάτα χαρτιά.

bottom of page